τόξο

τόξο
Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον στόχο. Το τ. κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο καρυδιάς, φτελιάς ή μπαμπού, ή ακόμα από μέταλλο ή κέρατο. Το μήκος του είναι 1-2,60 μ., ανάλογα με τους λαούς, την εποχή και τη χρήση του. Το κυνηγετικό τ. ξεπερνούσε συνήθως τα 2 μ., ενώ το πολεμικό είχε μήκος περίπου 1,70 μ. Η βολή μπορεί να ξεπεράσει τα 200 μ. Αν εξαιρέσουμε το ακόντιο, το τ. είναι το αρχαιότερο όπλο και χρονολογείται από την προϊστορική εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαδεδομένο ως πολεμικό όπλο, κυρίως στους ανατολικούς λαούς, ενώ οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν μάλλον δόρατα, αφήνοντας τα τ., τις περισσότερες φορές, για τις βοηθητικές δυνάμεις. Στα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας απεικονίζονται συχνά τοξότες. Η χρήση του τ. συνεχίστηκε μέσα στους αιώνες· στον Μεσαίωνα ήταν κοινό πολεμικό όπλο. Άρχισε να αχρηστεύεται τον 14o αι. και εξαφανίστηκε κατά το πρώτο μισό του 15ου, εκτός από την Αγγλία, όπου διατηρήθηκε για πολύ καιρό ακόμα, ώστε στο 1627 Άγγλοι τοξότες πολέμησαν στις μάχες του νησιού του Ρε, υποστηρίζοντας τους Ουγενότους της Λα Ροσέλ. Το τ. χρησιμοποιείται ακόμα, ιδίως στις τροπικές χώρες, από πρωτόγονους λαούς που το κατασκευάζουν από μακρύινο ξύλο (π.χ. μπαμπού). Το τόξο, αρχαιότατο όπλο, που χρησιμοποιείται από κάποιους λαούς εως και σήμερα: εδώ, Βονσμάνος της Αγγόλας. Αγώνες τοξοβολίας στη Μογγολία στα πλαίσια του ετήσιου φεστιβάλ (φωτ. ΑΠΕ). Τοξοβολία, το εθνικό άθλημα της Μογγολίας.
* * *
το / τόξον ΝΜΑ
1. επιθετικό όπλο για την εξακόντιση βελών, προϊστορικό εκηβόλο όπλο, το οποίο, σε συνδυασμό με το βέλος, αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα βαλλιστικά οπλικά συστήματα (α. «το τόξο τής Αρτέμιδος» β. «τόξ' ὤμοισιν ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην», Ομ. Ιλ.)
2. αρχιτ. αψίδα, καμάρα («τόξο γέφυρας»)
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει καμπύλο, τοξοειδές σχήμα
4. φρ. «ουράνιο τόξο» — η ίριδα
νεοελλ.
1. μαθημ. οποιοδήποτε τμήμα μιας καμπύλης
2. μουσ. λεπτή ξύλινη ράβδος παράλληλα στην οποία είναι εφαρμοσμένη τεταμένη δέσμη τριχών και με την οποία τίθενται σε παλμική κίνηση οι χορδές διαφόρων μουσικών οργάνων, αλλ. δοξάρι
3. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «αορτικό τόξο» β. «βραχιόνιο τόξο» γ. «τόξο σπονδύλου»)
4. (αθλ.) όργανο για την εκτέλεση τού αγωνίσματος τής τοξοβολίας
5. (ραδιοτεχν.) μορφή ήπιου ηλεκτρικού τόξου, το οποίο συνδέεται παράλληλα σε κυκλώματα ταλάντωσης για να μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο υψηλής συχνότητας και να δημιουργεί έτσι ηλεκτρικές ταλαντώσεις
6. φρ. α) «τόξο αστέρα»
αστρον. το τόξο τού παράλληλου κύκλου που διαγράφει ένας αστέρας κατά την ημερήσια κίνησή του πάνω ή κάτω από τον ορίζοντα, το οποίο διακρίνεται σε ημερήσιο και σε νυκτερινό τόξο, αντίστοιχα
β) «βολταϊκό τόξο»
(ηλεκτρ.) το ηλεκτρικό τόξο
γ) «ηλεκτρικό τόξο»
(ηλεκτρ.) συνεχής ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους και σε διαφορά δυναμικού 50 περίπου βολτ και άνω, συνοδευόμενη από έντονα φωτεινά φαινόμενα, αλλ. βολταϊκό τόξο
δ) «νησιωτικό τόξο» — βλ. νησιωτικός
ε) «τόξο σέλαος»
(γεωφ.-μετεωρ.) χαρακτηριστική δομή τού πολικού σέλαος, που εκτείνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε έκταση πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων
αρχ.
1. η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, η τέχνη τού τοξότη («τόξων ἐϋ εἰδώς», Ομ. Ιλ.)
2. ιατρ. τοξοειδές, καμπύλο ανάκλιντρο που τό χρησιμοποιούσαν στις εγχειρήσεις
3. μέρος άμαξας
4. στον πληθ. τὰ τόξα
α) τα βέλη
β) το τόξο και τα βέλη μαζί
5. (στη δοτ.) τόξῳ
κατά εικασία, υποθετικά («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων ἐφίξεται», Αισχύλ.)
6. φρ. α) «τόξα ἡλίου»
μτφ. οι ακτίνες τού ήλιου (Ευρ.)
β) «ἀμπέλινα τόξα»
μτφ. οι συνέπειες τής οινοποσίας (Πίνδ.)
γ) «τόξα λατάγων» — η καμπύλη που διαγράφει ένα υγρό καθώς χύνεται από δοχείο (Κριτί.)
δ) «τόξου ρῡμα»
μτφ. οι Πέρσες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική, και ειδικότερα από τη Σκυθική, άποψη που ενισχύεται από τη δεινότητα αυτών τών λαών στον χειρισμό τού τόξου (πρβλ. μτγν. περσ. taχš «τόξο», καθώς και τα σκυθ. ανθρωπωνύμια Τόξαρις, Τάξακις). Η σύνδεση, ωστόσο, τής λ. τόξον και τού περσ. *taxša- με το λατ. taxus «είδος δένδρου» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στους τ. tokosota, που αντιστοιχεί στο τοξότης, και tokosowoko, που αντιστοιχεί πιθ. σε τ. *τοξοFοργός. Τέλος η λ. τόξον απαντά στον Όμ., παράλληλα με τον αρχαίο τ. βιός*, τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ολοκληρωτικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τόξο — το 1. αρχαίο επιθετικό όπλο που έριχνε βέλη. 2. κάθε τμήμα καμπύλης γραμμής: Τόξο κύκλου. 3. ό,τι έχει σχήμα τόξου: Τόξο αορτικό. – Βολταϊκό τόξο. – Ουράνιο τόξο. 4. αψίδα, καμάρα: Τόξο γέφυρας. 5. δοξάρι για έγχορδα όργανα: Τόξο βιολοντσέλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… …   Dictionary of Greek

  • τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικό τόξο — Το οστέινο τόξο το οποίο σχηματίζεται από τη συνένωση της ζυγωματικής απόφυσης του κροταφικού οστού με την κροταφική απόφυση του ζυγωματικού οστού και αποτελεί το εξωτερικό τοίχωμα του κροταφικού βόθρου …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίου, ηφαιστειακό τόξο — Τοξοειδής παράταξη ηφαιστείων του ελλαδικού χώρου, η οποία απλώνεται από την ανατολική Στερεά Ελλάδα μέχρι τον ανατολικό Αιγαίο, κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι κυρτή προς τον νότο, αποτελείται από ηφαίστεια που έδρασαν κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • δοξάρι ή τόξο — Ευλύγιστη, λεπτή ράβδος από ξύλο, με την οποία δονούνται με τριβή και παράγουν ήχο οι χορδές των εγχόρδων μετά τόξου, όπως λέγονται, οργάνων (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο). Το δ., που παλαιότερα ήταν καμπύλο (απ’ όπου και το όνομά… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”